- νελούμβιο
- Πολυετές υδρόβιο φυτό της οικογένειας των Νυμφαιιδών (δικοτυλήδονα)·. Η επιστημονική του ονομασία είναι νελούμβιο το κομψό. Έχει ριζωματώδη, σαρκώδη βλαστό, που έρπει στον πυθμένα των λιμνών και δίνει μακρόμισχα, ασπιδοειδή, κυκλικά φύλλα, που βγαίνουν έξω από το νερό· είναι πλατιά έως 40 εκ., ελαφρά κυρτά, γλαυκοπράσινα. Πολύ μεγάλα είναι και τα άνθη (25 εκ.): ρόδινα, εύοσμα, με πέταλα διατεταγμένα ελικοειδώς, ξεπερνούν με το στέλεχός τους το ύψος των φύλλων. Ωριμάζουν συγκάρπια παρόμοια με κάψες. Στην Ινδία, στην Ιαπωνία, και γενικά στις τροπικές και παρατροπικές χώρες το ν. φύεται σε άγρια κατάσταση και θεωρείται από μερικούς λαούς ως ιερό άνθος. Έχει μεταφερθεί και καλλιεργείται και σε άλλες περιοχές του κόσμου για διακόσμηση λιμνών και κήπων. Συγγενές είδος είναι το ν. το κίτρινον της Κεντρικής και Βόρειας Αμερικής, με φύλλα πλατύτερα και κίτρινα πολύ εύοσμα άνθη. Το ν. λέγεται και νούφαρο των Ινδιών ή λωτός των Αιγυπτίων.
Κλειστό άνθος του νελούμβιου του κομψού.
Το νελούμβιο το κομψό είναι υδρόβιο φυτό των τροπικών περιοχών, καλλιεργείται ως καλλωπιστικό.
Dictionary of Greek. 2013.